- υποθετικώς
- ὑποθετικῶς, ΝΜΑ, και υποθετικά Νβλ. υποθετικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποθετικῶς — ὑποθετικός hypothetical adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποθετικός — ή, ό / ὑποθετικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὑποτίθημι / ὑποθέτω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπόθεση ή αυτός που διατυπώνεται ή υπάρχει μόνον ως υπόθεση («α. «υποθετικός κίνδυνος» β. «ὑποθετικὰ κέρδη», Αρρ.) νεοελλ. φρ. α) «υποθετικοί σύνδεσμοι» γραμμ … Dictionary of Greek